- εποικιστικός
- -ή, -ό [εποικιστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εποικισμό («εποικιστική πολιτική»).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δίον. Θερειανό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εποικιστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εποικισμό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)